- μωρίη
- μωρίαfollyfem nom/voc sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
COCHLEA — I. COCHLEA Graece κόχλος, ex Hebr. thachla, unde Graeci κάχλη et κάλχη, pro purpura, hincque κόχλος et κογχύλιον, sepeciatim de purpuraria concha, sormaverunt. Perictyone Pythagorica, l. de Concinnitate mul. Διφᾶςθαι εἵματα ἐοικότα λίην καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
μωρία — η (ΑΜ μωρία, Α ιων. τ. μωρίη, Μ και ἀμωρία) [μωρός] η ιδιότητα τού μωρού, βλακεία, ανοησία, αφροσύνη νεοελλ. ιατρ. διανοητική καθυστέρηση σε βαθμό που απαιτείται φροντίδα και προστασία τού πάσχοντος (νεοελλ. μσν.) λόγος ή πράξη ανόητη,… … Dictionary of Greek
τιμωρίη — τῑμωρίη , τιμωρία retribution fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)